μποτίλια

μποτίλια
η
(λ. ιταλ.), μπουκάλι, φιάλη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μποτίλια — η 1. γυάλινο δοχείο με στενό λαιμό για νερό ή άλλα υγρά, φιάλη, μπουκάλα 2. φιάλη υγραερίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. < ιταλ. bottiglia < μσν. λατ. butticula, υποκορ. τού buta < λατ. buttia, buttis «βαρέλι» (πρβλ. βυτίο] …   Dictionary of Greek

  • μποτιλιάρω — [μποτίλια] 1. βάζω υγρό σε φιάλη και τή σφραγίζω, εμφιαλώνω 2. μτφ. αποκλείω πλοία σε λιμάνι φράζοντας την έξοδο 3. παθ. μποτιλιάρομαι ακινητοποιούμαι λόγω κυκλοφοριακής συμφόρησης …   Dictionary of Greek

  • μποτιλάκι — το μικρή μποτίλια …   Dictionary of Greek

  • μπουκάλι — το γυάλινη φιάλη με στενό λαιμό, μποτίλια για υγρά, ιδίως για ποτά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. βεν. bocal < ιταλ. boccale < λατ. baucalis < ελλ. βαύκαλις «δοχείο»] …   Dictionary of Greek

  • φιάλη — η, ΝΜΑ, και δ. γρφ. φιάλλη και ιων. τ. φιέλη Α νεοελλ. 1. τεχνολ. επίμηκες δοχείο με στενό στόμιο, από γυαλί, πλαστικό, μέταλλο ή άργιλο, που χρησιμοποιείται για αποθήκευση και μεταφορά υγρών, μπουκάλι, μποτίλια 2. φρ. α) «φιάλη αερίου» τεχνολ.… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • μπουκάλα — η φιάλη, μεγάλο μπουκάλι, μποτίλια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μπουκάλι — το (λ. βενετ.), φιάλη, μποτίλια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φιάλη — η 1. δοχείο υγρών γυάλινο (συνήθως), στρογγυλόσχημο και στενόλαιμο, μποτίλια, μπουκάλι. 2. (εκκλησ.), βρύση με λεκάνη και θολωτή οροφή που στηρίζεται σε μικρές κολόνες, έξω από τη χριστιανική βασιλική, και που χρησίμευε στους πρωτοχριστιανικούς… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”